Έφυγε από το σπίτι της έχοντας στο μυαλό του πολλά. Δεν ήταν δυστυχισμένος. Δεν είχε τέτοιου είδους προνόμια. Απλά λιγάκι στριμωγμένος από διάφορες (και για πολλούς ίσως αδιάφορες) σκέψεις. Ήταν πολύ αργά και η γνωστή- άγνωστη πόλη ήταν απλά άδεια. Άδεια με ένα τρόπο που θα χαρακτήριζες μεθυστικό. Ένιωθες ελεύθερος να περπατήσεις όπως θέλεις, να αράξεις όπου γουστάρεις, να φωνάξεις δυνατά για να ξυπνήσεις τους πιο αγαπημένους σου νεκρούς ή -στη χειρότερη- τα φαντάσματα της διπλανής πολυκατοικίας.
Ένα απαλό κρύο αεράκι, τον έκανε να νοιώθει ακόμα πιο ελεύθερο, ακόμα πιο δημιουργικό. Έστριψε σε ένα στενό που δεν είχε ξαναπερπατήσει. Δεν πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα και ένας παράξενος φόβος τον κυρίευσε. Ένας φόβος που είχε πιο πολύ να κάνει με την ισχύουσα αντίληψη περί της πεπατημένης, γενικώς.
Όλα τα "μη", τα "πρόσεχε", που ακούει κανείς όταν θέλει να κολυμπήσει πιο βαθιά στη θάλασσα, στη νύχτα, στη ζωή, έρχεται η στιγμή που ξεχύνονται από μέσα του σαν άγρια σκυλιά και προσπαθούν να τον σύρουν πίσω στο ίδιο μίζερο και εξαντλητικά βαρετό μονοπάτι, που κάποιοι μοιάζουν να λατρεύουν ακριβώς για τους ίδιους λόγους που κάποιοι άλλοι -λιγότεροι- το απεχθάνονται.
Σκέφτηκε πως μάλλον δεν ήταν η μέρα να τα βάλει με αυτό το συναίσθημα. Καθώς έστριβε προς τα πίσω, αφήνοντας το σοκάκι είδε τη σελήνη. Η παράξενα ολόλευκη λάμψη της κόντρα στον κατάμαυρο ουρανό του θύμισε πως κάποια πράγματα καλό είναι να τα αντιμετωπίζεις στη λογική άσπρο-μαύρο. Πως δεν πειράζει αν φοβάσαι. Πειράζει αν είσαι δειλός. Και πως έπρεπε, εκείνη την ώρα απαραίτητα, να διαλέξει αν είναι δειλός ή όχι. Άσπρο ή μαύρο. Η αίσθηση ότι η πόλη του άνηκε ξαφνικά γιγαντώθηκε και τον τύλιξε. Χαμογέλασε στην ολόλευκη, παγωμένη αγάπη του και αποφάσισε πως κάθε φορά που θα νιώθει για κάποιο λόγο κάποιο φόβο, θα τον αντιμετωπίζει. Γύρισε την πλάτη του στη σελήνη και προχώρησε μέσα στη νύχτα κόντρα σε αυτά που τον ήθελαν μικρότερο από όσα μπορούσε να γίνει.
Και η σελήνη του χαμογέλασε και αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: