Ένα τσιγάρο για καληνύχτα.

Δεν ξέρω τι ακριβώς ζητάω και από ποιον τις νύχτες που σε σκέφτομαι. Απλά βηματίζω με σακατεμένο αυτοέλεγχο. Συνήθως, αυτές τις νύχτες, το μυαλό μου είναι τόσο βυθισμένο σε σκέψεις για εσένα που κάθε άλλη λειτουργία συμβαίνει μηχανικά. Ανυπόστατα χαμόγελα από ημιγνώριμα πρόσωπα. Σταματάω σε ένα απόμερο σημείο κοντά στη θάλασσα και βγάζω τη φυσαρμόνικα. Παίζω για λίγο και έχω την αίσθηση πως βλάπτω κάποιον. Ζητάω συγγνώμη στο σκοτάδι και σταματάω. Μετά βγάζω την παλιά φωτογραφική και τραβάω κάτι λίγο στραβά, χωρίς φλας, προσπαθώντας να βρω σε ποια ανάμνησή μου αντιστοιχεί. Συνεχίζω να περπατάω ενώ όλα γύρω μου μοιάζουν να έχουν αποκτήσει μια επιταχυνόμενη ικανότητα κίνησης. Ίσως να είμαι εγώ που επιβραδύνω. Αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Φτάνω κοντά στο σπίτι σου. Αγοράζω ένα πακέτο τσιγάρα και υπόσχομαι πως είναι το τελευταίο. Παρατηρώ το φως που τσουλάει από το τζάμι του δωματίου σου στη χοντροκομμένη υγρασία ακροβατώντας νωχελικά στο κενό. Ανάβω ένα τσιγάρο και προσπαθώ να κάνω τη νύχτα να με καταπιεί. Καπνίζω και κάνω πως λύνω με το νου μου ένα πρόβλημα τύπου "λογιστήριο". Δεν υπάρχει κανένας τριγύρω. Δεν ξέρω ποιον θέλω να ξεγελάσω. Αφήνω την τελευταία τζούρα να γλιστρήσει από τα πνευμόνια μου και να ανακατευτεί με τον πυκνό αέρα. Σβήνω το τσιγάρο στη μέση του δρόμου πατώντας το όσο πιο απαλά μπορώ. Ψιθυρίζω ένα "καληνύχτα" και φεύγω. Στον πρώτο μεγάλο πράσινο κάδο πετάω το πακέτο και πάω να ξεκουραστώ σε κάποια σκαλοπάτια μέχρι να έρθει το πρώτο πρωινό λεωφορείο. Το πρωί σπαράζει στα αυτιά μου και εκλιπαρεί για βοήθεια. Πίνω ανενόχλητος τον πρώτο πρωινό καφέ μου σαν να είναι ένα ακόμα ποτήρι ουΐσκι από τα τόσα που ήπια μονολογώντας. Δε φταίει κανείς. Απλά ήμασταν μικροί. Τα εξηγεί αρκετά καλύτερα το τραγούδι...
Έφυγε από το σπίτι της έχοντας στο μυαλό του πολλά. Δεν ήταν δυστυχισμένος. Δεν είχε τέτοιου είδους προνόμια. Απλά λιγάκι στριμωγμένος από διάφορες (και για πολλούς ίσως αδιάφορες) σκέψεις. Ήταν πολύ αργά και η γνωστή- άγνωστη πόλη ήταν απλά άδεια. Άδεια με ένα τρόπο που θα χαρακτήριζες μεθυστικό. Ένιωθες ελεύθερος να περπατήσεις όπως θέλεις, να αράξεις όπου γουστάρεις, να φωνάξεις δυνατά για να ξυπνήσεις τους πιο αγαπημένους σου νεκρούς ή -στη χειρότερη- τα φαντάσματα της διπλανής πολυκατοικίας.
Ένα απαλό κρύο αεράκι, τον έκανε να νοιώθει ακόμα πιο ελεύθερο, ακόμα πιο δημιουργικό. Έστριψε σε ένα στενό που δεν είχε ξαναπερπατήσει. Δεν πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα και ένας παράξενος φόβος τον κυρίευσε. Ένας φόβος που είχε πιο πολύ να κάνει με την ισχύουσα αντίληψη περί της πεπατημένης, γενικώς.
Όλα τα "μη", τα "πρόσεχε", που ακούει κανείς όταν θέλει να κολυμπήσει πιο βαθιά στη θάλασσα, στη νύχτα, στη ζωή, έρχεται η στιγμή που ξεχύνονται από μέσα του σαν άγρια σκυλιά και προσπαθούν να τον σύρουν πίσω στο ίδιο μίζερο και εξαντλητικά βαρετό μονοπάτι, που κάποιοι μοιάζουν να λατρεύουν ακριβώς για τους ίδιους λόγους που κάποιοι άλλοι -λιγότεροι- το απεχθάνονται.
Σκέφτηκε πως μάλλον δεν ήταν η μέρα να τα βάλει με αυτό το συναίσθημα. Καθώς έστριβε προς τα πίσω, αφήνοντας το σοκάκι είδε τη σελήνη. Η παράξενα ολόλευκη λάμψη της κόντρα στον κατάμαυρο ουρανό του θύμισε πως κάποια πράγματα καλό είναι να τα αντιμετωπίζεις στη λογική άσπρο-μαύρο. Πως δεν πειράζει αν φοβάσαι. Πειράζει αν είσαι δειλός. Και πως έπρεπε, εκείνη την ώρα απαραίτητα, να διαλέξει αν είναι δειλός ή όχι. Άσπρο ή μαύρο. Η αίσθηση ότι η πόλη του άνηκε ξαφνικά γιγαντώθηκε και τον τύλιξε. Χαμογέλασε στην ολόλευκη, παγωμένη αγάπη του και αποφάσισε πως κάθε φορά που θα νιώθει για κάποιο λόγο κάποιο φόβο, θα τον αντιμετωπίζει. Γύρισε την πλάτη του στη σελήνη και προχώρησε μέσα στη νύχτα κόντρα σε αυτά που τον ήθελαν μικρότερο από όσα μπορούσε να γίνει.
Και η σελήνη του χαμογέλασε και αυτή.

"Ένας κόσμος που πάντα ζητάει μα ποτέ δε δείχνει οίκτο"

Ο Στέφανος περπατούσε βιαστικά και αφηρημένα όταν είδε μια γριά να ταΐζει περιστέρια. Σταμάτησε απότομα το βήμα του. Φοβήθηκε μήπως χαλάσει τη σκηνή. Η γριά τον αντιλήφθηκε αμέσως και άρχισε ένα ασταμάτητο μονόλογο ζητώντας συγγνώμη που "λερώνει το πεζοδρόμιο". Μέσα στην ταραχή της ορκιζόταν ότι απλά αγαπούσε και λυπόταν τα περιστέρια και ήθελε απλά να τα φροντίσει και όχι να προκαλέσει προβλήματα στην γειτονιά. Ο Στέφανος προσπάθησε να ηρεμήσει την πανικόβλητη γριά. Η αποτυχία του, επιβεβαίωσε το μεγάλο του φόβο. Της είχαν κάνει σκηνή για το θέμα. Ο Στέφανος έφυγε αφήνοντας τη γριά στον ακατάληπτο μονόλογό της. Καθώς περπατούσε σκέφτηκε ότι μέσα στη χούφτα της έμοιαζε να χωράει όλος κόσμος όταν τάιζε τα περιστέρια. Και πως αυτός, ο ίδιος κόσμος, δεν αφήνει -έστω και με τη γνώριμη αδιαφορία του- ούτε μια γωνιά για μια γριά που, με μια απλή κίνηση, προσπαθεί να ξορκίσει τη μιζέρια του.