Μια ευθεία.

Εκείνο το βράδυ, στο μαγαζί είχαν μαζευτεί άνθρωποι όλων των ειδών: ντόπιοι και μετανάστες, φραγκάτοι και άφραγκοι, άτομα που έρχονταν για τη μουσική και άλλοι που έρχονταν για άλλους λόγους. Υπήρχε αρκετό καλό ποτό και πολλά μπιχλιμπίδια γυάλιζαν σε καρπούς, αυτιά, λαιμούς και μαλλιά. Οι μετανάστες περνούσαν καλά γιατί ένιωθαν πως για κάποιο λόγο ο κόσμος εκεί μέσα ήταν μαζί τους απόψε. Οι ντόπιοι περνούσαν καλά γιατί κανείς δεν τους πείραζε επειδή ήταν ντόπιοι. Το μαγαζί, πάντως, γαμούσε απόψε. Στο τελευταίο κομμάτι, ο Πέτρος ζωντάνεψε ακόμα περισσότερο, γιατί ο σαξοφωνίστας, που ήταν σε φόρμα όλο το βράδυ, έκανε ένα τρελό σολάρισμα. Ήταν ένα παιδί, σχεδόν στην ηλικία του Πέτρου, που ερχόταν από κάποιο περίεργο μέρος και που κάποτε ανακάλυψε ότι μπορούσε να πεί την ιστορία του με το σαξόφωνο. Και είχε πολλά να πεί. Στεκόταν εκεί με κλειστά μάτια, γαμώντας τον αέρα, ουρλιάζοντας μέσα από το σαξόφωνο Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς; και ξανά Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς; Ο Πέτρος τουλάχιστον αυτό άκουγε. Η ίδια ερώτηση ξανά και ξανά να επαναλαμβάνεται βασανιστικά και πολύμορφα με όση δύναμη είχε ο τύπος. Η σιωπή ήταν απόλυτη, η προσοχή όλων στραμμένη πάνω του, τα τσιγάρα σβηστά, τα ποτά αφημένα πάνω στο τραπέζι και στα πρόσωπα όλων- ακόμα και στα πιο μίζερα και μουντά- φάνηκε ένα παράξενο, διστακτικό φως. Ο σαξοφωνίστας τους βίαζε, όμως δεν ήθελε πια την αγάπη τους. Τους πέταγε μονάχα την οργή του με την ίδια περιφρονητική, παγανιστική περηφάνια που γαμούσε τον αέρα. Και όμως, η ερώτηση ήταν τρομαχτική μέσα στην αλήθεια της. Το αγόρι φύσαγε βγάζοντας το λαρύγγι του και τα σωθικά του μέσα από το μικρό του παρελθόν. Κάπου, μέσα σε αυτό το παρελθόν, στη βρώμα και τους καυγάδες, κάπου μέσα στο βρωμόσπιτο, κάτω από την κουβέρτα που είχε σκληρύνει από τα χύσια, πίσω από τα τσιγάρα και το φθηνό αλκοολ, κάτω από τη μυρωδιά κάτουρων στο υπόγειο της γειτονιάς, κάπου εκεί είχε χτυπηθεί, είχε σημαδευτεί και ποτέ πια δε θα γινόταν όπως πριν. Και, φυσικά, κανείς δεν ήθελε να το δει αυτό.

Ποτέ μην υποτιμάς ένα βλέμμα...

Ο Νίκος δεν ήταν και τόσο καλά. Είχε φάει και πιο παλιά σκατά, αλλά αυτή τη φορά, η φάση ήταν λίγο διαφορετική. Καθισμένος στο σκονισμένο, ακατάστατο και χωρίς ρεύμα δωμάτιο που νοίκιαζε, έβλεπε πως το μόνο φάρμακο που ήξερε για κάτι τέτοια μπερδέματα ήταν το ποτό. Το μόνο ανεκτό, ανοιχτό "φαρμακείο" εκείνο το βροχερό βράδυ ήταν ένα βρωμόμπαρο με απαράδεκτη μουσική και ακόμα χειρότερο κόσμο. Βέβαια, η ιδέα να αντιμετωπίζεις τα μπερδέματα σε ένα σκονισμένο και ακατάστατο δωμάτιο χωρίς ρεύμα, έκανε το βρωμόμπαρο και γαμώ τα μέρη. Βγήκε από το μίζερο διαμέρισμα και βρέθηκε στο μίζερο σοκάκι της μίζερης πόλης. Περπάτησε προς το βρωμόμπαρο. Κανονικά, δέκα λεπτά χαλαρό περπάτημα θα αρκούσαν για να φτάσει από το βρωμόσπιτο στο βρωμόμπαρο. Ο Νίκος, όμως, άλλαξε διαδρομή. Δεν ήθελε απλά να φάει λίγη βροχή στη μάπα. Και σίγουρα δεν ήταν από τους τύπους που γουστάρανε να περπατάνε στη βροχή, να χορεύουν στη βροχή, να φιλάνε στη βροχή και άλλα τέτοια. Δεν ήταν ότι τον ενοχλούσε η βροχή. Απλά δεν του έλεγε τίποτα. Ήταν από τους τύπους που κοιτάζουν τα βράδια την πόλη και βλέπουν απλά την πόλη. Ούτε όμορφα φώτα, ούτε κόκκινα φεγγάρια, ούτε μωβ σύννεφα. Ούτε μελαγχολίες, ούτε χαρούλες. Ούτε αγάπες, ούτε φονικά. Απλά την πόλη.
Έτσι, λοιπόν, ο Νίκος διάλεξε να περπατήσει κανα τέταρτο παραπάνω, για να περάσει από τα μαγαζια που συχνάζουν οι Ωραίοι. Οι Ωραίοι είναι μια ειδική ράτσα ανθρώπων που είναι συνέχεια ΩΡΑΙΟΙ και κάνουν συνέχεια ΩΡΑΙΑ πράγματα και μιλάνε συνέχεια ΩΡΑΙΑ και λένε συνέχεια πόσο ΩΡΑΙΑ γαμάνε και άλλα τέτοια ωραία. Για τον Νίκο, αυτοί ήταν κάτι σαν επιβεβαίωση. Ένιωθε σαν μια ενοχλητική εξαίρεση στον cool κανόνα τους. Και αυτή ήταν η απόδειξη ότι υπήρχε. Ο ετεροπροσδιορισμός στο μεγαλείο του, δηλαδή.
Χωμένοι στη γλυκιά ζεστασιά των cool μαγαζιών, οι Ωραίοι έπιναν το τέλειο ποτό τους και κάπνιζαν τα άψογα τσιγάρα τους, μιλώντας για γαμάτα πράγματα με τέλειο στυλ. Ο Νίκος στάθηκε σε μια τζαμαρία και προσπάθησε να δει τη φάτσα του στην αντανάκλαση. Φευγαλέα, είδε τον εαυτό του να αράζει σε ένα τραπέζι με Ωραίους και να γίνεται ένας από αυτούς. Αυτή ήταν μια σκέψη που θα τον είχε κάνει να τραντάζεται από τα γέλια αν ένα μάτσο ωραίες ξινισμένες φάτσες δεν είχαν γυρίσει το βλέμμα τους πάνω του. Η διάθεσή του ήταν ήδη επαρκώς σκατά για να γίνει χειρότερα, οπότε δεν έτρεχε και τίποτα. Ο Νίκος, χωρίς να είναι σίγουρος γιατί, άνοιξε την πόρτα και έριξε μια ματιά στο χώρο. Οι Ωραίοι το είχαν βουλώσει και τον κοίταζαν. Ο Νίκος έκανε πως ψάχνει κάτι με τα μάτια, απλά για να δώσει νόημα σε αυτή του την κίνηση και έπειτα, αθόρυβα και χαλαρά, έφυγε. Φεύγοντας είδε μια γκόμενα που τον κοίταζε περίεργα. Βασικά, όλοι τον κοίταξαν περίεργα αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που στάθηκε στην πόρτα, αλλά το βλέμμα αυτής της τύπισσας, είχε κάτι διαφορετικό. Ο Νίκος το προσπέρασε και βγήκε έξω στη νύχτα. Οι Ωραίοι χαλάρωσαν και συνέχισαν -με το ίδιο στυλ που είχαν πάντα- να περνάνε καλά. Κάπου μέσα του, όμως, ο Νίκος ένιωσε αυτό το βλέμμα να τον σιγοκαίει. Συνέχισε το δρόμο του προς το σκατόμπαρο χωρίς πολύ όρεξη για κουβέντες.

Σε κάτι σκαλιά μιας τρισάθλιας πολυκατοικίας, είδε μια γνώριμη φιγούρα. Ένα τύπο που κάποιες φορές, έτυχε να τα πιουν στην ίδια παρέα και που, οι κοινοί τους γνωστοί, του είχαν πει ότι γενικά, κατά καιρούς, είχαν "βολέψει" τις ίδιες γκόμενες. Ο τύπος δεν ήταν ακριβώς στα καλά του. Έδειχνε σαν να έχει χάσει τον κόσμο του. Ο Νίκος του μίλησε πρώτος.
-Από αγάπη;
-Ναι.
-Πάω στο στέκι.
-Στα ίδια είμαστε;
-Έτσι φαίνεται.
-Πάμε στο στέκι, λοιπόν.
Ο Νίκος και ο τύπος έφτασαν στο βρωμόμπαρο χωρίς να πουν κουβέντα. Τους έκαιγε η ίδια φωτιά και ήξεραν καλά και οι δύο, ότι για κάποια πράγματα, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλάς. Σεβάστηκαν αυτόν τον ιερό κανόνα και ήπιαν πολύ χωρίς να λένε τίποτα, πέρα από τις συνηθισμένες τυπικές βλακείες.

Το πρωί ο Νίκος ξύπνησε με έναν πονοκέφαλο που έκανε τα πάντα θολά και τον ίδιο νυσταλέο. Στο μπάνιο είδε στο σώμα του πιπιλιές και στο πουλί του είχε μια περίεργη λαδίλα, λες και είχε βάλει καπότα. Δεν θυμόταν τίποτα. Ωστόσο, αυτά τα μυστήρια τον ζόριζαν λίγο και ένιωσε την ανάγκη να τα λύσει. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και βγήκε έξω. Περπάτησε στο πουθενά μέχρι που συνάντησε τον χθεσινό τύπο. Αυτή τη φορά ο τύπος μίλησε πρώτος.
-Πώς πάει γλεντζέ;
-Καλά.
-Σε βλέπω λίγο μπερδεμένο.
-Πως τα περάσαμε χθες;
-Καλά. Δεν θυμάσαι;
-Όχι.
-Εκτός από τη φάση που πήγες με την γκόμενα μια μισάωρη "βόλτα" στο παρκάκι, ήμασταν μαζί και τα πίναμε. Κομπλέ, γενικά. Μετά γυρίσαμε μαζί μέχρι το σπίτι σου και εγώ συνέχισα για το δικό μου.
-Ποια γκόμενα;
-Μια Κατερίνα. Αλήθεια δε θυμάσαι; Έλεγες συνέχεια ότι μαζί της έπαιξε το πιο λυτρωτικό γαμήσι.

Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι αρνητικά και έφυγε.
Τώρα ξέρει ότι κάπου, σε αυτή την πόλη, όταν μια γκόμενα -κάθε ηλικίας και κάθε τύπου- τον κοιτάξει λίγο περίεργα, αυτός δε θα μπορεί απλά να προσπεράσει- όπως έκανε στο μαγαζί με τους Ωραίους. Μπορεί να είναι η Κατερίνα. Ή μια από τις τόσες Κατερίνες.
Ο Νίκος σκέφτηκε ότι για να μπορέσει να αντιμετωπίσει στα ίσα τα μπερδέματα, θα πρέπει να είναι πιο εντάξει με αυτές τις ιερές γκόμενες, τις Κατερίνες. Με τέτοιες σκέψεις, συνέχισε να περπατάει στο πουθενά. Πόσο ακόμα έπρεπε να περπατήσει για να βρει την αγάπη;