Μια ιστορία

Ο Δήμος βγήκε από το σινεμά βαρύς και σκεφτικός. Η ταινία ήταν βαριά και για προβληματισμούς, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Βασικά, εντάξει, ήταν και αυτό γιατί λίγο- πολύ σε τελική ανάλυση η ταινία με ένα τρόπο και σε ένα ορισμένο βαθμό/ επίπεδο στόχευε το βασικό ζήτημα που τον απασχολούσε (δεν έβλεπε κάποια άμεση ή ιδιαίτερη σχέση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της ταινίας απλά, το όλο κλίμα που έβγαινε από το φιλμ, ήταν σχετικά χαρακτηριστικό με ένα τρόπο γενικό). Είχε προσπαθήσει να δώσει ένα όνομα σε αυτό το κεφάλαιο σκέψεων/ ζητημάτων και στο παρελθόν, αλλά τον δυσκόλευε αυτή η διαδικασία.
Κάτι μέσα του του έλεγε "δεν χρειάζεται να ανησυχείς με βαφτίσια τέτοιου τύπου- δεν λύνει αυτή η κίνηση το πρόβλημα" και αυτός απαντούσε στο κάτι "ναι, το ξέρω αλλά φαίνεται να είναι μια καλή αρχή οπότε..."
Οπότε για να μην προβληματίζεται κανείς το έλεγε "αμπελοφιλοσοφίες για τη ζωή, γενικώς" αν και ήξεραν καλά και αυτός και το ομιλητικότατο σταρχιδίστικο κάτι ότι αυτό ήταν απλά υπεκφυγή που έκρυβε επιμελώς το σχεδόν ανομολόγητο και για αυτό παραλειπόμενο "ειδικώς".

Στο μυαλό του ξεπήδησε το το σάουντρακ της στιγμής της εξόδου του από το σινεμά. Ένα σάουντρακ ύποπτα αποκαλυπτικό για το "ειδικώς" αφού, πάλι, με τον ίδιο τρόπο (ή ίσως και μηχανισμό) της παράλειψης (μέσω αντιδιαστολής), υποδείκνυε πως ακόμα και αν ήθελε, δεν είχε κανέναν δίπλα του για να του σιγοτραγουδήσει το κομμάτι, ώστε να ενταχθεί και επίσημα ως σάουντρακ στη σκηνή. Άκυρη η επιλογή του σάουντρακ, λοιπόν, και για αυτό ακριβώς, κατάλληλη.

Σκηνή;;; Σάουντρακ;;; Ο Δήμος μισούσε τη σκηνοθεσία στη ζωή αλλά να που είχε αρχίσει και αυτός να βλέπει κάποια πράγματα εξωτερικά, σαν σκηνοθέτης. Κάπου είχε διαβάσει πως μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει σε σχιζοφρένεια- αν δεν είναι ήδη δείγμα/ σύμπτωμα αυτής- σκέψη που με τη σειρά της τον τρέλαινε. Υπέροχος φαύλος κύκλος. Ό,τι πρέπει για ταινία.

Ο Δήμος ξεκίνησε να περπατάει αργά, σχεδόν μηχανικά, καπνίζοντας μια τράκα που έκανε (σχεδόν μηχανικά) αργά και ελαφρώς απολαυστικά. Στη διαδρομή του συνάντησε διάφορα που τα παρατηρούσε επιφανειακά, λες και δε βρισκόντουσαν στον ίδιο χώρο αυτός και αυτά τα διάφορα ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο κεκλιμένο τοίχο. Ήξερε πως αυτός ο τοίχος τον χώριζε από ένα πελώριο και πανέμορφο κήπο. Στο παρελθόν, πήγαινε συχνά σε αυτό τον κήπο για άραγμα όμως πρώτη φορά καταλάβαινε τη μεγάλη υψομετρική διαφορά που έχει ο κήπος (σε σχέση με το πεζοδρόμιο) από αυτή την πίσω πλευρά του, με την πλευρά της εισόδου, κάπως μακριά από εκεί που βρισκόταν. Θέλησε να πάει να χαλαρώσει λίγο στον κήπο αλλά βαριόταν να κάνει τον κύκλο. Αν μπορούσε απλά να βρεθεί μέσα, χωρίς πολλά- πολλά; Μόνο εμπόδιο αυτός ο κεκλιμένος τοίχος.

Αυτόματα και εντελώς ξαφνικά ο Δήμος θυμήθηκε ένα απόγευμα όταν αυτός ήταν τεσσάρων χρονών με τον πατέρα του, σε ένα άλλο κήπο, στην πόλη που γεννήθηκε. Ο Δήμος ήθελε να μπει να παίξει στην άδεια λίμνη (που συνήθως, κλασικά, όταν ήταν γεμάτη, φιλοξενούσε πάπιες). Ο πατέρας του αφού το σκέφτηκε λίγο, του είπε εντάξει και τον βοήθησε να περάσει το προστατευτικό κάγκελο και έτσι ο Δήμος, κατεβαίνοντας τον κεκλιμένο τοίχο που έκανε τη λίμνη να βυθίζεται στο χώρο, βρέθηκε στο βυθό της άδειας λίμνης.
Έπαιζε και έτρεχε για πολύ ώρα και ο πατέρας του τον κοιτούσε και τον χαιρετούσε και του χαμογελούσε μέχρι που ο Δήμος κουράστηκε και είπε να βγει έξω. Δεν είχε προλάβει καν να συνειδητοποιήσει αυτή του τη διάθεση και είχε ήδη αντιληφθεί το ανέφικτο της υπόθεσης. Ήταν εύκολο να κατέβει τον τοίχο πριν αλλά τώρα ο τοίχος ήταν απλά υπερβολικά μεγάλος για να τα καταφέρει. Η έξοδος χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί. Ο Δήμος είπε ένα "έλα να με βγάλεις" στον πατέρα του αλλά εκείνος χαμογελαστός του αρνήθηκε. Ο Δήμος το πήρε για αστειάκι και του το ξαναείπε. Η στάση του πατέρα του όμως ήταν η ίδια μυστηριώδης και εξαιρετικά τρομακτική στάση. Ειδικότερα, απόρριψη με την απόρριψη ο Δήμος αισθανόταν να χάνεται ο κόσμος γύρω του. Έβαλε τα κλάματα και φώναζε, ζητούσε βοήθεια για να βγει με κάθε πιθανό συνδυασμό λέξεων, με παρακάλια και με (προσπάθειες για)... απειλές και βρισιές (γιατί πόσο καλά κατέχει τέτοια μέσα ένα παιδί;). Ο πατέρας του όμως δεν άλλαζε στάση. Του απαντούσε αρνητικά χαμογελώντας. Όταν ο Δήμος ένιωσε ότι η κατάσταση ήταν παράξενη γιατί ο πατέρας του ούτε τον βοηθούσε ούτε τον παρατούσε και είχε κουραστεί πια να κλαίει και να φωνάζει, σκούπισε τα κλάματα και τις σχετικές μύξες από το πρόσωπό του και ρώτησε τον πατέρα του: "γιατί δε με βοηθάς;". "Γιατί εσύ ήθελες να μπεις. Θα έπρεπε να έχεις υπολογίσει και το πως θα μπεις και το πως θα βγεις, χωρίς τη βοήθειά μου.", είπε ο πατέρας. "Ωραία, άλλη φορά θα το φροντίζω. Τώρα όμως πως θα βγω;" ρώτησε ο Δήμος ήρεμος και σοβαρός, έχοντας αρχίσει να καταλαβαίνει. "Πως βγαίνουν οι άλλοι άνθρωποι από εκεί μέσα;" ρώτησε ο πατέρας. Ο Δήμος τότε παρατήρησε πως τα παιδιά της ηλικίας του, με τα οποία έπαιζε προηγουμένως, τα έβαζαν και τα έβγαζαν στη λίμνη οι γονείς τους και τα είχαν συνέχεια από κοντά. Ωστόσο, τότε παρατήρησε πως υπήρχαν και άλλα παιδιά στη λίμνη, κάποια χρόνια μεγαλύτερα, που έβγαιναν από αυτή τη σταδιακά αποδομούμενη φυλακή (όπως άρχισε να φαντάζει η κατάσταση στο μυαλό του Δήμου) με ένα εκπληκτικό, θεαματικό τρόπο. Δεν έτρεχαν "καρφί" καταπάνω στον τοίχο (όπως έκανε εκείνος ανεπιτυχώς προηγουμένως), αλλά έτρεχαν σχεδόν παράλληλα σε αυτόν αρχικά, ενώ σταδιακά άλλαζαν τη γωνία τους, με αποτέλεσμα να τρέχουν κάθετα στην κεκλιμένη επιφάνεια και να φεύγουν από αυτή, βγαίνοντας από τη λίμνη σε σχεδόν παράλληλη θέση όπως όταν ξεκινούσαν, έχοντας, φυσικά, διαγράψει μια ορισμένη "τροχιά" σε αυτή την επιφάνεια. Μάλιστα, τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν ως κύριο παιχνίδι τους αυτό το πράγμα.
Ο Δήμος χωρίς να αναρωτηθεί ούτε στιγμή αν μπορεί να τα καταφέρει, έκανε το ίδιο και βγήκε άνετα από τη λίμνη. Γύρισε, χαμογέλασε στον πατέρα του, ξαναμπήκε μέσα και άρχισε να κάνει αυτή την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά ξετρελαμένος με αυτό το απίθανο μαγικό. Κάθε φορά ένιωθε το σώμα του πιο δυνατό και καταλάβαινε καλύτερα με το μυαλό και το σώμα του πως "δούλευε" αυτό το πράγμα. Το κατακτούσε. Γινόταν όλο και καλύτερος. Όταν ικανοποιήθηκε και κουράστηκε επαρκώς, βγήκε οριστικά και έφυγαν με τον πατέρα του χαρούμενοι από τη λίμνη.
Στην επιστροφή σπίτι ο Δήμος κατάλαβε πως εκείνη τη μέρα έμαθε, πέρα από τα όσα συνειδητοποίησε πριν σε όλη την προηγούμενη διαδικσία, ένα ακόμα πράγμα. Δεν υπάρχουν "μη αντιστρεπτές" και "αντιστρεπτές" διεργασίες. Οι διεργασίες είναι και τα δύο ακριβώς επειδή είναι διεργασίες. Και στο βαθμό που περνάει από το χέρι του, το αποτέλεσμα δε θα είναι ποτέ ξανά δεδομένο.
Φυσικά, όλα αυτά πήραν χρόνια στο Δήμο να μπορέσει να τα ντύσει με λέξεις. Απλά τα ένιωθε εμπειρικά, βιωματικά σαν γενική γνώση, σαν γενικούς κανόνες.

Προσπέρασε το οικοδομικό τετράγωνο του κήπου με μια διάθεση αλλιώτικη πια. Δεν έβλεπε μπροστά του πλέον αποτελέσματα αλλά μόνο διεργασίες και, πράγματι, πολλά έπαιζαν, πολλά μπορούσε να κάνει, να μεταβολίσει, να αλλάξει. Τι θα μπορούσε να τον περιορίσει;

Πέταξε το τσιγάρο του, δεν το πάτησε για να το σβήσει και πήγε μια βόλτα, έκανε μερικά τηλέφωνα, χτύπησε μερικά κουδούνια και είδε ότι, γενικά- αλλά και ειδικά, η κατάσταση ήταν καλή. Πολύ καλή.