"Ένας κόσμος που πάντα ζητάει μα ποτέ δε δείχνει οίκτο"

Ο Στέφανος περπατούσε βιαστικά και αφηρημένα όταν είδε μια γριά να ταΐζει περιστέρια. Σταμάτησε απότομα το βήμα του. Φοβήθηκε μήπως χαλάσει τη σκηνή. Η γριά τον αντιλήφθηκε αμέσως και άρχισε ένα ασταμάτητο μονόλογο ζητώντας συγγνώμη που "λερώνει το πεζοδρόμιο". Μέσα στην ταραχή της ορκιζόταν ότι απλά αγαπούσε και λυπόταν τα περιστέρια και ήθελε απλά να τα φροντίσει και όχι να προκαλέσει προβλήματα στην γειτονιά. Ο Στέφανος προσπάθησε να ηρεμήσει την πανικόβλητη γριά. Η αποτυχία του, επιβεβαίωσε το μεγάλο του φόβο. Της είχαν κάνει σκηνή για το θέμα. Ο Στέφανος έφυγε αφήνοντας τη γριά στον ακατάληπτο μονόλογό της. Καθώς περπατούσε σκέφτηκε ότι μέσα στη χούφτα της έμοιαζε να χωράει όλος κόσμος όταν τάιζε τα περιστέρια. Και πως αυτός, ο ίδιος κόσμος, δεν αφήνει -έστω και με τη γνώριμη αδιαφορία του- ούτε μια γωνιά για μια γριά που, με μια απλή κίνηση, προσπαθεί να ξορκίσει τη μιζέρια του.